φράπα

φράπα
η
(λ. ιταλ.)
1. δέντρο εσπεριδοειδές μέτριου μεγέθους, με μεγάλους καρπούς, που δεν τρώγονται αυτούσιοι, αλλά χρησιμοποιούνται στη ζαχαροπλαστική.
2. ο καρπός αυτού του δέντρου.
3. γλύκισμα που γίνεται από αυτόν τον καρπό.
4. μτφ., κοπέλα με κόκκινα μάγουλα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • φράπα — (citrus lumia). Κοινή ονομασία του φυτού κίτρο η δεκουμάνα. Ανήκει στην οικογένεια των ρουτιδών της τάξης των τερεβινθωδών, και όπως υποστηρίζουν πολλοί, κατάγεται από τις Αντίλλες. Η σάρκα της φ., ανάλογα με την ποικιλία, είναι κίτρινη, ροζ ή… …   Dictionary of Greek

  • φραπιά — και παλ. τ. φραππιά, η, Ν βοτ. το φυτό φράπα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φράπα / φράππα + κατάλ. ιά (πρβλ. λεμον ιά)] …   Dictionary of Greek

  • εσπεριδοειδή — Είδη και ποικιλίες καρποφόρων δέντρων της φυλής των κιτρίων και κυρίως του γένους κίτρο, οι καρποί των οποίων εκτιμώνται ιδιαίτερα για την εύχυμη γλυκόξινη ή ξινή σάρκα τους. Τα ε. καλλιεργούνται στις θερμές, εύκρατες, υποτροπικές και τροπικές… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”