- φράπα
- η(λ. ιταλ.)1. δέντρο εσπεριδοειδές μέτριου μεγέθους, με μεγάλους καρπούς, που δεν τρώγονται αυτούσιοι, αλλά χρησιμοποιούνται στη ζαχαροπλαστική.2. ο καρπός αυτού του δέντρου.3. γλύκισμα που γίνεται από αυτόν τον καρπό.4. μτφ., κοπέλα με κόκκινα μάγουλα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.